2.9.20

ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ

ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ

Το τηλέφωνο χτυπούσε επίμονα. Με ξύπνησε το γαμημένο. Με μισόκλειστα μάτια απλώνω το χέρι και μετά από λίγη ώρα το βρίσκω και το σηκώνω. “Ναι;” λέω νυσταγμένα και κάπως θυμωμένα. “32” απαντάει μία φωνή όχι ανθρώπινη, σχεδόν ρομποτική, και το κλείνει. Μένω σαστισμένος. Τί στο διάολο, σκέφτομαι. Μου παίρνει λίγη ώρα μέχρι να ξυπνήσουν όλες οι συνάψεις του εγκεφάλου μου και να φτάσω στο σίγουρο συμπέρασμα ότι ήταν μία φάρσα. Και συνεχίζω τον ύπνο μου. Ήταν Κυριακή εξάλλου…
Το περιστατικό θα το είχα ξεχάσει αλλά μετά από δύο μέρες, επαναλήφθηκε ακριβώς το ίδιο. Σχεδόν. Αυτή τη φορά μόλις είχα γυρίσει από τη δουλειά μου, πολύ ασήμαντη και βαρετή για να πω οτιδήποτε παραπάνω, είχα ξεντυθεί και ετοιμαζόμουν να ξαπλώσω όταν χτύπησε το τηλέφωνο. “125”. Η ίδια ρομποτική φωνή. Η ίδια μαλακισμένη φάρσα. Έβρισα το τηλέφωνο. Μετά έβρισα τον εαυτό μου που δεν είχα αναγνώριση κλήσης. Είμαι κάπως παλαιομοδίτης. Δεν έχω υπολογιστή, ούτε κινητό. Τηλεόραση απόκτησα πριν πέντε χρόνια. Δώρο παρηγοριάς από τους γονείς μου για το διαζύγιο. Τα γράμματά μου τα γράφω σε χαρτί απλό, φτιαγμένο από χαρτί, με στυλό Μπικ. Πιέζω τον εαυτό μου να ηρεμήσει και πέφτω για ύπνο.
Την επόμενη μέρα στη δουλειά, κοιτάζω καχύποπτα τους συναδέλφους μου. Αρχίζω να ρωτάω όποιον με κοιτούσε περίεργα, όλους δηλαδή -μήπως επειδή τους κοιτούσα καχύποπτα;- αν ξέρουν τίποτα για κάποια φάρσα. Τζίφος. Δεν είναι κανείς από αυτούς. Εξάλλου είναι όλοι βλάκες. Όταν γυρνάω στο διαμέρισμά μου, αρχίζω να παίρνω τηλέφωνο τους φίλους μου για να τους κάνω την ίδια ανάκριση. Τζίφος πάλι. Όλοι αθώοι. Μήπως τελικά δεν ήταν φάρσα; Τότε τί; Λάθος νούμερο; Κατάσκοποι που μπέρδεψαν τα κουμπιά στο φορητό υπερεξελιγμένο αναδιπλούμενο υβριδικό -και χωρίς γλουτένη- μακροτηλεκούτι τους; Εξωγήινοι που προσπαθούν να επικοινωνήσουν; Πριν εισβάλλουν; Όλα τα παραπάνω; Συμπέρασμα δεν κατάφερα να βγάλω αλλά ζαλίστηκε το μυαλό μου τόσο που έπεσα όπως όπως στο κρεβάτι και κοιμήθηκα.
Πέρασε η επόμενη κι η μεθεπόμενη μέρα χωρίς μυστήριο τηλεφώνημα. Την επόμενη όμως της μεθεπομένης, να την πάλι η ψυχρή γαμημένη φωνή. “331”. Αυτή τη φορά ήμουν πιο προετοιμασμένος. Άρπαξα το μπλοκάκι από το κομοδίνο και ένα στυλό μπικ και έγραψα τους αριθμούς και δίπλα τις αντίστοιχες ημερομηνίες. Δε μου λέγαν τίποτα. Τουλάχιστον μεγαλώνανε τα χρονικά διαστήματα. Καλό αυτό...
Τί το ‘θέλα ο κακόμοιρος; Το επόμενο μεσημέρι πάλι χτύπησε το τηλέφωνο. “380”. Χμ, αυτό το νούμερο…ίσως... μπα, τίποτα. Το έγραψα στο μπλοκάκι και συνέχισα τον ύπνο μου. Ήταν Κυριακή εξάλλου.
Τα τηλεφωνήματα και οι αριθμοί συνεχίστηκαν. Μετά από δύο μέρες, μία εβδομάδα, την ίδια μέρα, δεν είχε σημασία. Μια μέρα μάλιστα αφού η γνωστή φωνή μου είπε “426”, μετά από μόλις δύο λεπτά ξαναχτύπησε το τηλέφωνο και είπε “437”. Κόντευα να τρελαθώ. Ή είχα ήδη τρελαθεί; Δεν ήμουν σίγουρος. Όπως επίσης δεν ήμουν σίγουρος τί με τρέλαινε περισσότερο. Τα τηλεφωνήματα ή το μυστήριο πίσω από τους αριθμούς; Τους έγραφα όλους. Προσπαθούσα να τους δώσω νόημα, να βρω κάποια σχέση μεταξύ τους. Ημερομηνίες, συντεταγμένες, γενέθλια, μαθηματικές ακολουθίες, τα δοκίμασα όλα. Μέχρι και στην δημοτική βιβλιοθήκη πήγα, όπου είχε υπολογιστή με ίντερνετ και έβαλα τους αριθμούς σε μηχανή αναζήτησης αλλά τίποτα κι από κεί. Τουλάχιστον έμαθα να “γκουγκλάρω”. Το μόνο που έμενε σταθερό ήταν ότι οι αριθμοί συνεχώς αυξάνονταν. Πριν το ταξίδι μου στη βιβλιοθήκη είχαν φτάσει στο 535. Μέχρι πού θα φτάναν άραγε;
Ένα πρωί ξύπνησα αποφασισμένος να βάλω ένα τέλος. Θα έβγαζα το τηλέφωνο από την πρίζα. Ναι, αυτό θα έκανα. Γιατί δεν το έχω κάνει ήδη; Δεν ξέρω. Ίσως επειδή είναι το μόνο που έχω, ίσως επειδή έλπιζα να βρω τη λύση του μυστηρίου, ίσως επειδή δεν το είχα σκεφτεί, ο βλάκας. Απλώνω το χέρι να τραβήξω την πρίζα, όταν το γαμημένο χτυπάει. Διστάζω. Να τραβήξω την πρίζα ή να το σηκώσω; Χθες ήμουνα στο 615. Ποιός άραγε να είναι ο σημερινός αριθμός; Η περιέργειά μου τελικά επικράτησε -ευτυχώς που δεν είμαι γάτα- και το σήκωσα. Απογοητεύτηκα. Ήταν ένας από τους φίλους μου που είχα ανακρίνει πριν από κάνα μήνα. Με ρώτησε αν βρήκα τον φαρσέρ και του είπα όλη την ιστορία κι ότι κοντεύω να τρελαθώ. Ή μήπως έχω ήδη τρελαθεί; Δεν είμαι σίγουρος. -Ε, λοιπόν, μου λέει, αυτό θα ήταν ωραίο διήγημα. Ήμουνα έτοιμος να γελάσω αλλά τελικά δε γέλασα. Ίσως, σκέφτηκα, αν το έγραφα να ηρεμούσα. Ίσως, να λειτουργούσε η συγγραφή με ένα ψυχολυτρωτικό τρόπο. Ίσως, πολύ ίσως, για κάποιο τελείως ανεξήγητο λόγο, τα τηλεφωνήματα σταματούσαν. Του είπα ότι αυτό θα κάνω. Επέμενε να είναι ο πρώτος που θα το διαβάσει και μάλιστα προσφέρθηκε να το περάσει στον υπολογιστή. Έκλεισε το ντίλ, έκλεισα το τηλέφωνο και… χτύπησε το τηλέφωνο. “752”. Τίποτα το περίεργο δηλαδή. Μία φωνή ρομπότ που εκφωνεί ένα άσχετο -φαινομενικά- νούμερο.
Κάπως έτσι, λοιπόν, έφτασα να γράψω αυτό εδώ το διήγημα. Σε χάρτινες κόλλες, βεβαίως, φτιαγμένες από χαρτί, χρησιμοποιώντας στυλό μπικ, στο τραπεζάκι μπροστά από την τηλεόραση που έχω να ανοίξω εδώ και πέντε χρόνια. Χρειάστηκα έξι περίπου ώρες. Λίγο πριν τελειώσω, χτύπησε το τηλέφωνο. “810” είπε η φωνή αλλά αυτή τη φορά και για πρώτη φορά, δεν έκλεισε. “824”. Δεν ήξερα τί να κάνω. “830”. Τα έχασα. Ένοιωσα ένα φόβο. Η φωνή έλεγε συνεχώς νέους αριθμούς. “842”. Ήταν σχεδόν σαν… σαν…. Ναι… Σαν να ήξερε ότι πλησίαζε το τέλος και προσπαθούσε να σωθεί. “859”. Το κλείνω απότομα, γυρνάω στις κόλλες μου και τελειώνω το διήγημα. Και στέκομαι ακίνητος κοιτάζοντας το τηλέφωνο. Σιωπή. Περιμένω λίγο ακόμη. Σιωπή. Αρχίζω να χαμογελάω, από μέσα μου πρώτα κι ύστερα με όλο μου το σώμα. Δεν έχασα χρόνο. Έβαλα τις κόλλες σε ένα φάκελο, έτρεξα στο σπίτι του φίλου μου και του το παρέδωσα. Επέστρεψα σπίτι, ξεντύθηκα, ξάπλωσα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα. Ήταν Κυριακή εξάλλου...
Το τηλέφωνο χτυπούσε επίμονα. Με ξύπνησε το γαμημένο. Πάλι. Πάλι; Αχ, όχι πάλι. Το σηκώνω απελπισμένος. “Το έλυσα” είπε μια φωνή γεμάτη ενθουσιασμό. Ήταν ο φίλος μου. “Έλυσα το μυστήριο. Μόλις τώρα πέρασα το χειρόγραφό σου στο Word, στον υπολογιστή δηλαδή και εκεί έγιναν όλα ξεκάθαρα”. Μου εξήγησε. Τελικά ήταν τόσο απλό…


ΤΕΛΟΣ

12.12.12

Οκτώ


   Και που λέτε, χθες εκεί που έβλεπα το "Dragon Fist" με τον Jackie Chan και ενώ πέφτανε σωρηδόν οι μπούφλες, με πιάνει μία νύστα άλλο πράγμα. Και ήταν μόλις 8, ναι οκτώ, το βράδυ. Δηλαδή, τί βράδυ, αργά το απόγευμα το λες. Να'φταιγε η κούραση; Δεν έσκαβα, βέβαια, αλλά ήμουνα έξω για ψώνια με την μητερούλα μου.
   Σκέφτομαι, κάτι το μπες βγες στα μαγαζιά, με το κουβάλημα, το περπάτημα και το απαραίτητο οφθαλμόλουτρο, κάτι το πήγαινε έλα με το αυτοκίνητο, προσπαθώντας να τερματίσω αλώβητος μέσα από ένα τσούρμο επίδοξους Σουμάχερ και ταξιτζήδες, κάτι η ανάδρομος Αφροδίτη σε συνδυασμό με το όργιο Πλούτωνα-Ερμή και κάποιας γριάς πουτάνας με ξυρισμένα πόδια, κάτι η ηλικία μου που έχει ξεπεράσει το γαμησεταολικό όριο των είκοσι εδώ και κάτι χιλιάδες μέρες -5364 για την ακρίβεια-, ε, ίσως αυτό να είναι μία εξήγηση...
   Ίσως πάλι να'φταιγε το γεγονός ότι ζω σαν κότα. Ξυπνάω, δουλεύω, τρώω, χέζω, κοιμάμαι... Και έχει και συνέχεια... Ξυπνάω, δουλεύω, τρώω, χέζω, κοιμάμαι και δεν αντιδρώ... Δεν αντιδρώ σε αυτά που με ενοχλούνε, δεν αντιδρώ σε αυτούς που αποφασίζουν για μένα χωρίς εμένα, δεν αντιδρώ σε εμένα. Διότι ο χειρότερος εχθρός μου είμαι εγώ. Και δεν έχω καν σκύλο να φέρει ισορροπία στη Δύναμη (ούτε φωτόσπαθο έχω αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία)... Και έχει και συνέχεια... Ξυπνάω, δουλεύω, τρώω, χέζω, κοιμάμαι, δεν αντιδρώ και δεν πετάω. Διότι έχω φτερά αλλά αρνούμαι να τα χρησιμοποιήσω. Και άντε τα χρησιμοποιώ. Να πάω πού; Δεν έχω ιδέα. Δεν έχω στόχους, δεν έχω φιλοδοξίες δεν έχω κίνητρα (ούτε φωτόσπαθο έχω αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Είμαι κολλημένος στο σημείο Α και δεν υπάρχει κάποιο Β να τραβήξω μια γραμμή, έστω και τεθλασμένη, να πάω εκεί και να μείνω εκεί. Αντίθετα, είμαι σαν τον κύκλο. Είμαι στο Α, περνάω από τα σημεία ν1, ν2, ν3....νω όπου ω τείνει στο άπειρο και καταλήγω ξανά στο Α (αχ, μου άρεσε η γεωμετρία!). Αλλά και στόχο να είχα μάλλον δεν θα έφτανα ποτέ. Διότι για να πετάξεις, δεν αρκεί να έχεις φτερά, πρέπει να έχεις και χώρο να τα απλώσεις, χώρο να τα κουνήσεις, χώρο για να πετάξεις. Όταν ζεις σε μια καμαρούλα μια σταλιά δύο επί τρία, πού να πας; Όταν είσαι αλυσοδεμένος στο πάτωμα πού να πας; Όταν ένα χέρι σε κρατάει κολλημένο στο χώμα σαν μαρμάρινο κώλο από αρχαίο άγαλμα (για λίγους αυτό) πού να πας; Για να πας Αθήνα χρειάζεσαι τουλάχιστον μοτοσυκλέτα. Για να πας στο φεγγάρι χρειάζεσαι τουλάχιστον μια διαστημική κάψουλα. Για να πας σε κάποιον μακρινό γαλαξία σε κάποιο άλλο τεταρτημόριο του σύμπαντος χρειάζεσαι τουλάχιστον το USS Enterprise. Εγώ δεν έχω ούτε μοτοσυκλέτα, ούτε κάψουλα, ούτε το Enterprise (ούτε φωτόσπαθο έχω αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Και κάπως έτσι ξυπνάω με τις κότες, τρώω με τις κότες, δουλεύω με τις κότες, χέζω... μόνος μου -φυσικά- και κοιμάμαι με τις κότες.
  Βέβαια, ίσως να μη φταίει ούτε η κούραση ούτε η κοτοζωή μου. Ίσως να φταίνε τα δύο σάντουιτς που χλαπάκιασα στις 7 μόλις γύρισα στο σπίτι. Και αυτός ο Jackie Chan, πόσα χαστούκια να δώσει για να με κρατήσει ξύπνιο; Mission impossible. Σας αφήνω τώρα γιατί πρέπει να ετοιμαστώ για δουλειά στο κοτέτσι. Καλημέρα σας!

(ΥΓ: πρέπει οπωσδήποτε να πάρω ένα φωτόσπαθο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία...)



2.4.12

Νέα ανάρτηση

Ειλικρινά, δεν ξέρω τι γυρεύω εδώ. Από το gmail βρέθηκα στο google docs, από κει στο blogger και η γκουγκλική τουρνέ μου κατέληξε στο sfinakia x, δηλαδή αυτό εδώ το ιστολόγιο. Άρχισα να διαβάζω κάποιες από τις αναρτήσεις μου και με έπιασε κάποιο είδος νοσταλγίας, αναμιγμένης με μία δόση συγκίνησης και μία τζούρα αυτολύπησης. Γιατί αυτολύπηση; Επειδή, πάντοτε, αυτό το ιστολόγιο (και τα προηγούμενα αδερφάκια του), θα μου θυμίζουν ότι η ζωή μου, η καθημερινότητά μου, έχουν καταντήσει ρουτίνα, προσφέροντάς μου ελάχιστες πια αφορμές άξιες για μια μπλογκική προσέγγιση, αφού σήμερα αρκεί ένα like, ένα βιντεάκι ή μια σειρά από τυχαίες λέξεις στο facebook, για να εκφραστείς και να το παίξεις στοχαστής...
Κάπως έτσι θυμήθηκα τις πρώτες μου προσπάθειες διαδικτυακής παρουσίας. Θυμήθηκα το geocities και το tripod της lycos, από τις πρώτες και πιο δημοφιλείς σοβαρές πλατφόρμες free web hosting, στις οποίες και ανέβασα τις πρώτες μου ιστοσελίδες. Τις οποίες, βέβαια, έφτιαχνα σε html στην αρχή και έπειτα ενσωμάτωσα και animated gifs, image maps και css. Ήταν μεγάλη η ικανοποίηση που ένοιωθες όταν έβλεπες στον netscape σου να παίρνουν μορφή όλα αυτά που έγραφες με το πληκτρολόγιο στο notepad και τα ανέβαζες στον server μέσω ενός modem 56k με τον χαρακτηριστικό ήχο σύνδεσης. "Welcome to the blub" σε υποδεχόταν μια μεγάλη επιγραφή, εξηγώντας αργότερα ότι το blub προέκυπτε από το bla bla bla. Δικιάς μου επινόησης η λέξη (τρομάρα μου... το the free dictionary περιγράφει το λήμμα blub ως κλαψούρισμα). Περιελάμβανε φωτογραφίες, ενδιαφέροντα links, λεξικό χημικής ορολογίας (το οποίο ποτέ δεν ξεπέρασε ούτε την αρχή) και, από κάποια στιγμή και μετά, τις ιστορικές "σφήνες", οι οποίες σύντομα μετονομάστηκαν σε "σφηνάκια"...
Οι "σφήνες" αρχικά και τα "σφηνάκια" αργότερα, αποτέλεσαν το πιο δημιουργικό κομμάτι της ιστοσελίδας μου. Ήταν ένας χώρος όπου περιέγραφα και εξέταζα, με χιουμοριστική πάντα διάθεση, τα πεπραγμένα της "παρέας", ένας χώρος όπου ασκούσα ελαφρά και άκακη κριτική στα έργα και ημέραι των φίλων μου, ένας χώρος όπου μπορούσα να ρίχνω άφοβα μπηχτές και 'σφήνες' για οτιδήποτε είχα την διάθεση να το κάνω. Μέχρι και message board είχα φτιάξει για να μπορεί όποιος θέλει να σχολιάσει τα γεγραμμένα μου. Τα "σφηνάκια" ήταν, χωρίς αμφιβολία, το πιο αξιόλογο από τα 'παιδιά' μου. Και ήταν επόμενο, βοηθούμενο και από μία ανερχόμενη δικτυακή δύναμη και μόδα, να αποκτήσει την ανεξαρτησία του, να αποκτήσει αυθυπόσταση και να μετατραπεί σε αυτό που ουσιαστικά ήταν από την αρχή. Σε blog...
Εδώ τα πράγματα ήταν πιο απλά. Από την αρχή επέλεξα την πλατφόρμα του blogger και ευτυχώς υπάρχει ακόμα. Το blog μου το ονόμασα -φυσικά- "Σφηνάκια" και ήταν περίπου ότι και ο πρόγονός του αλλά και κάτι παραπάνω. Με το blogger μου δόθηκε η ευκαιρία -και η ευκολία- της δημοσίευσης μεγαλύτερων κειμένων, μέχρι και ιστοριών δικιάς μου επινόησης αλλά βασιζόμενων πάντα σε κάποια προσωπική εμπειρία. Βρήκα το χώρο να εκφραστώ πιο πληθωρικά, πιο χιουμοριστικά, πιο εναλλακτικά και πιο ολοκληρωμένα από ποτέ. Για πολλά από τα κείμενα που έγραψα τότε είμαι υπερήφανος (Νέα εποχή, Το φαινόμενο της πεταλούδας, Δεκαπενταύγουστος, Οι εσωγήινοι, Τέσσερις γάμοι και μια κηδεία, Κολονοσκόπηση, Τριάντα, Junkie, Μαρία η Κακάσχημη:the after effect, Αλλαγή διάθεσης) και πολλά από αυτά με διασκεδάζουνε ακόμα και τώρα...
Τα ωραία πράγματα όμως δεν κρατάνε πολύ. Κλισέ αλλά αληθινό. Κάτι άλλαζε σιγά σιγά. Οι άνθρωποι 'σοβαρέψανε', αποκτήσαν σταθερή γκόμενα, δουλειά, πρόσωπο. Δεν δεχόντουσαν το ίδιο εύκολα τις 'σφήνες' μου και εγώ έπαψα να είμαι στο απυρόβλητο. Έπρεπε να προσέχω τι γράφω αν ήθελα να παραμείνω φίλος με τους φίλους μου. Δεν μπορούσα πια να γράψω για τον τάδε που γκομένιαζε στο bar ούτε και για τον δείνα που φέρθηκε σκάρτα, ούτε καν για μένα και την καινούρια πεταλούδα που αναστάτωσε την καρδιά μου, αφού τώρα όλα κρίνονται αυστηρά και δεν υπάρχει η διάθεση για 'περασμένα-ξεχασμένα'. Μέχρι και φωτογραφία αναγκάστηκα να κατεβάσω επειδή "δεν ήταν η καλή της πλευρά". Αλλά και οι αφορμές για κάποια φανταστική ιστορία λιγοστεύανε διαρκώς. Ή απλά δεν είχα την ίδια έμπνευση. Οι αναρτήσεις συνεχώς και αραιώνανε, λιγοστεύανε. Το facebook είχε γίνει η κύρια πλατφόρμα επικοινωνίας και τα ερασιτεχνικά, τα φιλικά blogs όπως εμένα και του Τάσου, συνεχώς φθίνανε, χάνανε την επισκεψιμότητά τους αλλά και την χρησιμότητά τους. Κάπως έτσι, κάποια στιγμή, τα Sfinakia μπήκαν στο ψυγείο. Επιχείρησα να κάνω ένα reset με αυτό το blog, τα SfinakiaX, αλλά μάταια. Εννέα αναρτήσεις το 2009, μόλις δύο και με το ζόρι το 2010. Και μετά σιωπή...
Μετά από δύο χρόνια βρέθηκα εδώ ξανά. Και περάσανε από το μυαλό μου όλα αυτά που μόλις σας περιέγραψα. Και ένοιωσα συγκίνηση, περηφάνια και αυτολύπηση. Και κάποια στιγμή έπιασα τον εαυτό μου να κοιτάζει στο μενού επιλογών το 'νέα ανάρτηση'. Δεν κατάλαβα πως αλλά ο δείκτης του ποντικιού βρέθηκε ακριβώς από πάνω. Και ο δείκτης του δεξιού μου χεριού, σαν από μόνος του, πάτησε το αριστερό κουμπί κάνοντας 'κλικ'. Και χωρίς ακόμα να έχω καταλάβει τίποτα, μετά από αρκετή ώρα διαπιστώνω ότι έχω γράψει ένα κατεβατό με τον τίτλο "Νέα Ανάρτηση"... Χμ, δεν βλέπω τίποτα το νέο σε αυτό το κείμενο. Η αποτύπωση μιας λογοδιάρροιας και τίποτα άλλο. Άσε που το πιθανότερο είναι να διαβαστεί μόνο από μένα μετά από δύο χρόνια.. "Νέα Ανάρτηση"... Δεν γαμιέται, τουλάχιστον είναι ανάρτηση!


26.4.10

Η Δίαιτα του τένις (παραλίγο)


Είχα να παίξω τένις σήμερα. Και έπρεπε να προετοιμαστώ. Όχι, δεν εννοώ να κάνω ασκήσεις ούτε να δω αγώνες του Φέντερερ για να κλέψω κινήσεις. Η δικιά μου προετοιμασία αφορούσε κάτι που αγαπώ πολύ, το φαγητό. Δυστυχώς. Διότι, όταν είχα να παίξω τένις, έπρεπε να προσέξω τί και πόσο έτρωγα. Αλλιώς, είτε ήμουνα πολύ βαρύς στο παιχνίδι είτε ίδρωνα περισσότερο κι από το συνηθισμένο. Χώρια που το ιδρωμένο μπλουζάκι κολλούσε πάνω στην κοιλιά-υδρόγειο και την έκανε να φαίνεται πιο ζωντανή, πιο vivid, λες και φτιάχτηκε με τεχνολογία 3D, σαν ένα άλλο "Avatar"...
Το πρωί ξεκίνησα καλά. Ήπια μόνο λίγο χυμό για να με πιάσει και έφυγα για τη δουλειά. Μα "το πρωινό είναι το σημαντικότερο γεύμα της ημέρας κουτουλού κουτουλού κουτουλού". Ο κέι, τα ξέρω αυτά και πολλά άλλα και μπορώ να γράψω ολόκληρη έκθεση για τα πώς και γιατί μου αλλά προς το παρόν ας τα αγνοήσουμε, εντάξει; Λοιπόν, στη δουλειά, ήμουνα με τον φραπέ όπως κάθε πρωί. Μα "ο καφές βλάπτει σε άδειο στομάχι και ειδικά ο φραπές κουτουλού κουτουλού κουτουλού". Ααα, είπαμε, I know ρε σεις. Μην κολλάτε εκεί τώρα. Άλλο είναι το θέμα. Ποιό είναι; Α, ναι... Λοιπόν, κατά τις 12 --ΜΗΝ ΤΥΧΟΝ ΚΑΙ ΜΟΥ ΠΕΙΤΕ την ΚΑΙ ΟΧΙ τις ΣΑΣ ΕΦΑΓΑ-- παρήγγειλα ένα τοστ με ζαμπόν και μπέικον. Μα "η γαλοπούλα είναι πιο υγιεινή κουτουλού κουτουλού κουτουλού"... Βρε άι σιχτίρ, κωλοπρεσβευτές της υγιεινής διατροφής που θα μου πείτε εσείς τί θα φάω τί θα πιω και πώς θα κλάσω δεν κοιτάτε τα δικά σας χάλια θέλετε να μου κάνετε και κριτική στο δικό μου κείμενο άι στο διάολο παλιομαλάκες λες και εσείς είστε σε όλα σας εντάξει δεν κάνατε κραιπάλες εσείς δεν φάγατε χοιρινό δεν ήπιατε Coca Cola δεν ντερλικώσατε το βράδυ δεν κάνατε κάποτε όλα αυτά που τώρα κριτικάρετε παλιοϋποκριτές του κερατά σαν την πουτάνα που έγινε κυρία είστε όλοι σας κορδώνεστε και περιφέρεστε σαν τα παγώνια και νομίζετε ότι είστε καλύτεροι από μένα επειδή τρώτε "καλύτερα" και τί σημαίνει καλύτερα ρε όταν τρως νερόβραστο κουνουπίδι και μπιφτέκι από σόγια πού είναι η γεύση πού είναι η απόλαυση; Προτιμώ να ζήσω λιγότερο και να το απολαύσω παρά σαν εσάς ρε κρετίνοι που γίνατε σαν τα φαγητά που τρώτε: ΞΕΝΕΡΩΤΟΙ. Και πού είναι οι άλλες αρετές που πρέπει να έχει ένας άνθρωπος πού είναι η ταπεινοφροσύνη η τιμιότητα το φιλότιμο η συμπόνοια και η ειλικρίνειά σας πού είναι ρε παλιολεχρίτες και μου το παίζετε καλύτεροι άνθρωποι και με κοιτάτε επικριτικά λες και ξεκίνησα τον Γ' Παγκόσμιο Πόλεμο θα σας βγάλω τα μάτια ρε θα σας κόψω και τη γλώσσα και θα τα κάνω τηγανητά με έξτρα λάδι και θα σας βάλω να τα φάτε ρε μαζί με μαγιονέζα και όχι την light κωλόπαιδα κωλοπούστηδες αχρείοι γελοίοι ηλίθιοι καράβλαχοι και καραγκιόζηδες....
...
Άι στο διάολο συγχύστηκα τώρα. Πάω για πίτσα. Η συνέχεια άλλη φορά....