ΟΙ ΑΡΙΘΜΟΙ
Το περιστατικό θα το είχα ξεχάσει αλλά μετά από δύο μέρες, επαναλήφθηκε ακριβώς το ίδιο. Σχεδόν. Αυτή τη φορά μόλις είχα γυρίσει από τη δουλειά μου, πολύ ασήμαντη και βαρετή για να πω οτιδήποτε παραπάνω, είχα ξεντυθεί και ετοιμαζόμουν να ξαπλώσω όταν χτύπησε το τηλέφωνο. “125”. Η ίδια ρομποτική φωνή. Η ίδια μαλακισμένη φάρσα. Έβρισα το τηλέφωνο. Μετά έβρισα τον εαυτό μου που δεν είχα αναγνώριση κλήσης. Είμαι κάπως παλαιομοδίτης. Δεν έχω υπολογιστή, ούτε κινητό. Τηλεόραση απόκτησα πριν πέντε χρόνια. Δώρο παρηγοριάς από τους γονείς μου για το διαζύγιο. Τα γράμματά μου τα γράφω σε χαρτί απλό, φτιαγμένο από χαρτί, με στυλό Μπικ. Πιέζω τον εαυτό μου να ηρεμήσει και πέφτω για ύπνο.
Την επόμενη μέρα στη δουλειά, κοιτάζω καχύποπτα τους συναδέλφους μου. Αρχίζω να ρωτάω όποιον με κοιτούσε περίεργα, όλους δηλαδή -μήπως επειδή τους κοιτούσα καχύποπτα;- αν ξέρουν τίποτα για κάποια φάρσα. Τζίφος. Δεν είναι κανείς από αυτούς. Εξάλλου είναι όλοι βλάκες. Όταν γυρνάω στο διαμέρισμά μου, αρχίζω να παίρνω τηλέφωνο τους φίλους μου για να τους κάνω την ίδια ανάκριση. Τζίφος πάλι. Όλοι αθώοι. Μήπως τελικά δεν ήταν φάρσα; Τότε τί; Λάθος νούμερο; Κατάσκοποι που μπέρδεψαν τα κουμπιά στο φορητό υπερεξελιγμένο αναδιπλούμενο υβριδικό -και χωρίς γλουτένη- μακροτηλεκούτι τους; Εξωγήινοι που προσπαθούν να επικοινωνήσουν; Πριν εισβάλλουν; Όλα τα παραπάνω; Συμπέρασμα δεν κατάφερα να βγάλω αλλά ζαλίστηκε το μυαλό μου τόσο που έπεσα όπως όπως στο κρεβάτι και κοιμήθηκα.
Πέρασε η επόμενη κι η μεθεπόμενη μέρα χωρίς μυστήριο τηλεφώνημα. Την επόμενη όμως της μεθεπομένης, να την πάλι η ψυχρή γαμημένη φωνή. “331”. Αυτή τη φορά ήμουν πιο προετοιμασμένος. Άρπαξα το μπλοκάκι από το κομοδίνο και ένα στυλό μπικ και έγραψα τους αριθμούς και δίπλα τις αντίστοιχες ημερομηνίες. Δε μου λέγαν τίποτα. Τουλάχιστον μεγαλώνανε τα χρονικά διαστήματα. Καλό αυτό...
Τί το ‘θέλα ο κακόμοιρος; Το επόμενο μεσημέρι πάλι χτύπησε το τηλέφωνο. “380”. Χμ, αυτό το νούμερο…ίσως... μπα, τίποτα. Το έγραψα στο μπλοκάκι και συνέχισα τον ύπνο μου. Ήταν Κυριακή εξάλλου.
Τα τηλεφωνήματα και οι αριθμοί συνεχίστηκαν. Μετά από δύο μέρες, μία εβδομάδα, την ίδια μέρα, δεν είχε σημασία. Μια μέρα μάλιστα αφού η γνωστή φωνή μου είπε “426”, μετά από μόλις δύο λεπτά ξαναχτύπησε το τηλέφωνο και είπε “437”. Κόντευα να τρελαθώ. Ή είχα ήδη τρελαθεί; Δεν ήμουν σίγουρος. Όπως επίσης δεν ήμουν σίγουρος τί με τρέλαινε περισσότερο. Τα τηλεφωνήματα ή το μυστήριο πίσω από τους αριθμούς; Τους έγραφα όλους. Προσπαθούσα να τους δώσω νόημα, να βρω κάποια σχέση μεταξύ τους. Ημερομηνίες, συντεταγμένες, γενέθλια, μαθηματικές ακολουθίες, τα δοκίμασα όλα. Μέχρι και στην δημοτική βιβλιοθήκη πήγα, όπου είχε υπολογιστή με ίντερνετ και έβαλα τους αριθμούς σε μηχανή αναζήτησης αλλά τίποτα κι από κεί. Τουλάχιστον έμαθα να “γκουγκλάρω”. Το μόνο που έμενε σταθερό ήταν ότι οι αριθμοί συνεχώς αυξάνονταν. Πριν το ταξίδι μου στη βιβλιοθήκη είχαν φτάσει στο 535. Μέχρι πού θα φτάναν άραγε;
Ένα πρωί ξύπνησα αποφασισμένος να βάλω ένα τέλος. Θα έβγαζα το τηλέφωνο από την πρίζα. Ναι, αυτό θα έκανα. Γιατί δεν το έχω κάνει ήδη; Δεν ξέρω. Ίσως επειδή είναι το μόνο που έχω, ίσως επειδή έλπιζα να βρω τη λύση του μυστηρίου, ίσως επειδή δεν το είχα σκεφτεί, ο βλάκας. Απλώνω το χέρι να τραβήξω την πρίζα, όταν το γαμημένο χτυπάει. Διστάζω. Να τραβήξω την πρίζα ή να το σηκώσω; Χθες ήμουνα στο 615. Ποιός άραγε να είναι ο σημερινός αριθμός; Η περιέργειά μου τελικά επικράτησε -ευτυχώς που δεν είμαι γάτα- και το σήκωσα. Απογοητεύτηκα. Ήταν ένας από τους φίλους μου που είχα ανακρίνει πριν από κάνα μήνα. Με ρώτησε αν βρήκα τον φαρσέρ και του είπα όλη την ιστορία κι ότι κοντεύω να τρελαθώ. Ή μήπως έχω ήδη τρελαθεί; Δεν είμαι σίγουρος. -Ε, λοιπόν, μου λέει, αυτό θα ήταν ωραίο διήγημα. Ήμουνα έτοιμος να γελάσω αλλά τελικά δε γέλασα. Ίσως, σκέφτηκα, αν το έγραφα να ηρεμούσα. Ίσως, να λειτουργούσε η συγγραφή με ένα ψυχολυτρωτικό τρόπο. Ίσως, πολύ ίσως, για κάποιο τελείως ανεξήγητο λόγο, τα τηλεφωνήματα σταματούσαν. Του είπα ότι αυτό θα κάνω. Επέμενε να είναι ο πρώτος που θα το διαβάσει και μάλιστα προσφέρθηκε να το περάσει στον υπολογιστή. Έκλεισε το ντίλ, έκλεισα το τηλέφωνο και… χτύπησε το τηλέφωνο. “752”. Τίποτα το περίεργο δηλαδή. Μία φωνή ρομπότ που εκφωνεί ένα άσχετο -φαινομενικά- νούμερο.
Κάπως έτσι, λοιπόν, έφτασα να γράψω αυτό εδώ το διήγημα. Σε χάρτινες κόλλες, βεβαίως, φτιαγμένες από χαρτί, χρησιμοποιώντας στυλό μπικ, στο τραπεζάκι μπροστά από την τηλεόραση που έχω να ανοίξω εδώ και πέντε χρόνια. Χρειάστηκα έξι περίπου ώρες. Λίγο πριν τελειώσω, χτύπησε το τηλέφωνο. “810” είπε η φωνή αλλά αυτή τη φορά και για πρώτη φορά, δεν έκλεισε. “824”. Δεν ήξερα τί να κάνω. “830”. Τα έχασα. Ένοιωσα ένα φόβο. Η φωνή έλεγε συνεχώς νέους αριθμούς. “842”. Ήταν σχεδόν σαν… σαν…. Ναι… Σαν να ήξερε ότι πλησίαζε το τέλος και προσπαθούσε να σωθεί. “859”. Το κλείνω απότομα, γυρνάω στις κόλλες μου και τελειώνω το διήγημα. Και στέκομαι ακίνητος κοιτάζοντας το τηλέφωνο. Σιωπή. Περιμένω λίγο ακόμη. Σιωπή. Αρχίζω να χαμογελάω, από μέσα μου πρώτα κι ύστερα με όλο μου το σώμα. Δεν έχασα χρόνο. Έβαλα τις κόλλες σε ένα φάκελο, έτρεξα στο σπίτι του φίλου μου και του το παρέδωσα. Επέστρεψα σπίτι, ξεντύθηκα, ξάπλωσα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα. Ήταν Κυριακή εξάλλου...
Το τηλέφωνο χτυπούσε επίμονα. Με ξύπνησε το γαμημένο. Πάλι. Πάλι; Αχ, όχι πάλι. Το σηκώνω απελπισμένος. “Το έλυσα” είπε μια φωνή γεμάτη ενθουσιασμό. Ήταν ο φίλος μου. “Έλυσα το μυστήριο. Μόλις τώρα πέρασα το χειρόγραφό σου στο Word, στον υπολογιστή δηλαδή και εκεί έγιναν όλα ξεκάθαρα”. Μου εξήγησε. Τελικά ήταν τόσο απλό…
ΤΕΛΟΣ