5.9.09

Ο Μάρτυρας


-Μαρίνος Βασιλειάδης του Κωνσταντίνου...

Τα μάτια μου ήταν κλειστά. Απορροφημένος στις σκέψεις μου δεν άκουσα το όνομά μου.

-Μαρίνος Βασιλειάδης του Κωνσταντίνου...

Σκεφτόμουνα το Ναυτικό. Τότε που γνώρισα τον Νίκο. Από την αρχή κολλήσαμε. Από άλλη πόλη και οι δύο, βγαίναμε μαζί στις εξόδους μας. Καλό παιδί. Τίμιο, φιλότιμο, δυνατό. Ορφανός. Και οι δύο γονείς του νεκροί σε αυτοκινητιστικό. Ήταν μόλις 10 χρονών. Αυτός μεγάλωσε την μικρότερη αδελφή του. Η Μαρία τώρα σπουδάζει στο εξωτερικό. Με λεφτά του Νίκου. Καλό παιδί. Του χρωστάω τη ζωή μου...

-Μαρίνος Βασιλειάδης του Κωνσταντίνου και της Ευαγγελίας. Παρουσιαστείτε παρακαλώ!!
Αυτή τη φορά η φωνή του δικαστή διαπέρασε με δύναμη τα αφτιά μου και διέλυσε τις σκέψεις μου απότομα. Σηκώθηκα βιαστικά. Παραλίγο να πέσω.
-Παρόν. Συγγνώμη.
Καθώς πλησίαζα την έδρα, ο δικαστής με παρατηρούσε. Κι όχι μόνο αυτός. Οι δικηγόροι,ο εισαγγελέας, η οικογένεια του θύματος, το πλήθος που καθόταν, όλοι κοιτούσαν εμένα. Λογικό. Ήμουνα ο κύριος μάρτυρας.
-Ορκίζεστε; -Ορκίζομαι.
Ο εισαγγελέας άρχισε πρώτος τις ερωτήσεις. Είπα όλα όσα έπρεπε. Πως ήμουν παλιός φίλος με το θύμα, πως είχαμε βγει για ποτά, πως γυρνούσαμε με τα πόδια όταν μας επιτέθηκε κάποιος, πως μας απείλησε με ένα όπλο, πως το θύμα αντιστάθηκε, πως το όπλο εκπυρσοκρότησε, πως ο φίλος μου έπεσε κάτω, πως ο ληστής έφυγε τρέχοντας, πως ήρθε η αστυνομία, πως μου ανακοίνωσαν ότι ο φίλος μου ήταν νεκρός.
-Αναγνωρίζετε αυτόν που σας επιτέθηκε;
Έδειξα τον κατηγορούμενο. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω μου. Αυτά τα μάτια, τα θυμάμαι καλά. Είχε στρέψει το πιστόλι του πάνω μου, έτοιμος να πατήσει την σκανδάλη, όταν ξαφνικά τα μάτια του άστραψαν, το χέρι του πάγωσε, για μια στιγμή πάγωσε ολόκληρος και και έπειτα έφυγε τρέχοντας αφήνοντάς με εκεί να τρέμω σύγκορμος, με το σώμα του φίλου μου να βαραίνει τα πόδια μου. Ή έτσι τα ένιωθα εγώ...
Με τον Νίκο βγαίναμε συχνά στον Πειραιά. Είχαμε βρει ένα μπαράκι που μας ταίριαζε και το είχαμε κάνει στέκι. Έπινε πολύ αλλά το άντεχε. Εγώ πάλι όχι. Ποτέ δεν έπινα πάνω από ένα ποτό και ποτέ δεν είχα μεθύσει. Εκείνη η βραδιά όμως ήταν διαφορετική. Ήταν η τελευταία μου στο Ναυτικό, η τελευταία της θητείας μου. Εκείνη τη νύχτα ήπια, ήπια πολύ...
-Είχατε πιει εκείνο το βράδυ;
Κοίταξα την δικηγόρο υπεράσπισης. Γύρω στα 40, μετρίου αναστήματος, όχι ιδιαίτερα όμορφη.
-Κάμποσο. Ήταν τα γενέθλιά μου και -Τον κ. Μαυρίδη τον γνωρίζατε από πιο πριν; -Όχι -Τι ώρα ήταν όταν σας επιτέθηκαν; -Μετά τις τρεις -Ο δρόμος φωτιζότανε; -Αμυδρά. Έριξα μια κλεφτή ματιά στον εισαγγελέα. Φαινότανε κάπως σαστισμένος και νευριασμένος μαζί. Δεν τον κατηγορώ. Άλλα είπα σε αυτόν.
-Είδατε τον δράστη καθαρά; -Ναι ...δηλαδή... αρκετά -Τί φορούσε; -Θυμάμαι μόνο μια κουκούλα που κάλυπτε το κεφάλι του -Αλλά εσείς τον είδατε, όπως είπατε -Ε, είδα στα κλεφτά το πρόσωπό του και θυμάμαι καλά τα μαλλιά του που ήταν άσπρα.
Ο Μαυρίδης, ο κατηγορούμενος είχε άσπρα μαλλιά. Και ο εισαγγελέας είχε άσπρα μαλλιά. Τώρα φαινόταν αληθινά θυμωμένος. Δεν είχε άδικο. Άλλα είπα σε αυτόν.
ο όπλο του εγκλήματος το θυμάστε; -Ναι -Τί είδους όπλο ήταν; -Δεν ξέρω από τέτοια εγώ. Ήταν κοντό πάντως. -Σαν αυτό; ρώτησε η δικηγόρος και μου έδειξε μια φωτογραφία από ένα όπλο. Βρέθηκε στο σπίτι του Μαυρίδη. Οι σφαίρες ταιριάζανε.
-Ναι, σαν αυτό... μόνο που εκείνο ήταν άσπρο.
Ένα σούσουρο δημιουργήθηκε στην αίθουσα. Όλοι αρχίσανε να ψιθυρίζουν, κάποιοι να φωνάζουν. Ο εισαγγελέας με κοιτούσε με μίσος. Οι συγγενείς του θύματος σηκωθήκαν και άρχισαν να με βρίζουν, να με απειλούνε, η αίθουσα μετατράπηκε σε κόλαση...
. . . . .
Δέκα ώρες αργότερα καθόμουνα σε ένα μπαρ μονάχος μου. Σκεφτόμουνα εκείνη τη νύχτα στον Πειραιά. Την τελευταία μου νύχτα στο Ναυτικό. Είχα πιει. Είχα πιει πολύ. Ζαλιζόμουνα. Κοίταξα την λάθος κοπέλα. Απάντησα με τα λάθος λόγια. Δεν θυμάμαι λεπτομέρειες. Θυμάμαι όμως κάποιο χέρι να κρατάει ένα μαχαίρι. Θυμάμαι τον Νίκο να μπαίνει ανάμεσά μας. Θυμάμαι το σώμα του να κουλουριάζεται μπροστά μου. Θυμάμαι κραυγές. Θυμάμαι αρκετά. Του χρωστάω τη ζωή μου...
Ανοίγω την πόρτα και μπαίνω στο διαμέρισμά μου. Πετάω το πανοφόρι μου στην καρέκλα, βγάζω όπως όπως τα παπούτσια μου. Ανοίγω το ραδιόφωνο. Παίζει απαλή μουσική. Κάτι από τους Tellers. Ωραία μουσική. Ωραία μπάντα. Πάω στο δωμάτιό μου. Ξαπλώνω όπως είμαι. Ήμουνα εξαντλημένος. Το ραδιόφωνο ανακοίνώνει έκτακτο δελτίο ειδήσεων. Η φωνή του δημοσιογράφου πετάει μέσα από το σαλόνι, γλείφει τους τοίχους και φτάνει βαθιά μέσα στα αφτιά μου. "Στη σημερινή δίκη για τη δολοφονία του κ.Χρήστου Χατζηκώστα, επιχειρηματία της Θεσσαλονίκης, ο βασικός κατηγορούμενος κ. Μαυρίδης Νικόλαος αφέθηκε ελεύθερος λόγω αμφιβολιών..."
Κοιμήθηκα. Τώρα δεν του χρωστάω τίποτα.